ἀποκρύφως

ἀποκρύφως
ἀπόκρυφος
hidden
adverbial
ἀπόκρυφος
hidden
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απόκρυφος — η, ο (AM ἀπόκρυφος, ον) Ι. 1. ο κρυφός, ο μυστικός 2. ο άρρητος, ο εσωτερικός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Απόκρυφα ψευδεπίγραφα βιβλία της ΠΔ και της ΚΔ, τα οποία έχουν αποκλειστεί από τους Ιερούς Κανόνες μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μυστικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”